-
1 ἄλλος
A yος, cf. Lat. alius):— another, i. e. one besides what has been mentioned, either Adj. or Pron.: when Adj., its Subst. is either in the same case, or in gen.,Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476
;θεῶν ἄ. 16.446
:—ἄ. μέν.. ἄ. δέ .. one.. another.., more rarely the one.. the other.. (of two persons, etc.), Il.22.493, etc.; τὰ μέν.. ἄλλα δέ .. Il.6.147, and [dialect] Att.; ἕτερον μέν.. ἄλλον δέ .. Il.9.313; ἄλλο μέν.. ἑτέρου δέ .. Hdt.1.32;θάτερον.. τὸ δ' ἄλλο E.IT 962
.II with τις, any other,οὐδέ τις ἄ. ἔγνω ἀλλ' ἄρα Κασσάνδρη Il.24.697
;ἄ. τις Hdt. 3.85
; οὐδεὶς ἄ. no other, ibid.;ἄλλα πολλά Il.9.639
;πολλὰ καὶ ἄλλα Th.3.56
; forεἴ τις ἄλλος Id.6.32
, etc., andεἴ τις καὶ ἄ. X.An.1.4.15
, etc., v. εἰ.2 freq. with another of its own cases or derived Adverbs, ἄ. ἄλλα λέγει one man says one thing, one another, X.An.2.1.15;ἄ. ἄλλω' ἔλεγεν Pl.Smp. 220c
;ἄ. ἄλλῃ ἐτράπετο X.An. 4.8.19
; v. ἄλλοθεν, ἄλλοσε, ἄλλοτε; also with Verb in pl.,παραλαμβάνων ἄ. ἄλλον ἐπ' ἄλλου, τὸν δ' ἐπ' ἄλλου χρείᾳ.. ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα Pl.R. 369c
, cf. X.Cyr.2.1.4, etc.: pl., ἄλλοι when the several parties are pl.,λείπουσι τὸν λόφον.. ἄλλοι ἄλλοθεν X.An.1.10.13
.3 ἄ. καὶ ἄ., one and then another, one or two, X.An.1.5.12; ἄλλο καὶ ἄλλο one thing after another, Id.Cyr.4.1.15; πρὸς ἄλλὡ καὶ ἄλλὡ σημείὡ to different points, Euc.1.7.4 repeated for emphasis, ἄ. ἄ. τρόπος quite another sort, E.Ph. 132.6 with Art., ὁ ἄλλος, the rest, all besides; in pl., οἱ ἄλλοι ([dialect] Ion. [var] contr. ὧλλοι) all the others, the rest, freq. from Hom. downwards ( ἄλλοι in same signf., Il.2.1); τὰ ἄλλα, [var] contr. τἆλλα, all else,τἆλλα πλὴν ὁ χρυσός Scol. 1
(Pytherm.); in [dialect] Att. freq. as Adv., for the rest, esp. in amendments to decrees, τὰ μὲν ἄλλα καθάπερ ὁ δεῖνα κτλ. IG1.27a70, etc.: of Time, = τὸν ἄλλον χρόνον, X.HG3.2.2; ὁ ἄ. χρόνος, = ὁ λοιπὸς χρόνος, of the future, Lys. 14.4 (but also of the past, D.20.16); τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ, τῷ ἄλλῳ ἔτει, next day, next year, X.HG1.1.13, 1.2.1; οἵτε ἄλλοι καί .. all others and especially..,γυναῖκας ἄλλας τε πολλὰς καὶ δὴκαὶ βασιλέος θυγατέρα Hdt.1.1
, etc.; ἄλλα τε δὴ εἶπε, καί .. Pl.Tht. 142c; (v.ἄλλως 1
):— τὸ ἄλλο is much less freq. than τὰ ἄλλα.7 with Numerals, yet, still, further,τρίτον ἄ. γένος Hes.Op. 143
; πέμπτος ποταμὸς ἄ. yet a fifth river, Hdt.4.54, cf. A.Th. 486, S.Ant. 1295, etc.8 in enumerations, as well, besides, ἅμα τῇγε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι with her their mistress came attendants also, Od.6.84; ; οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄ. δένδρον οὐδέν there was no grass nor any tree at all, X.An.1.5.5;πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων Pl.Grg. 473d
; προσοφλὼν οὐ τὴν ἐπωβελίαν μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλην ὕβριν besides, Aeschin.1.163:—pleonastic, , cf. X.Cyr.1.6.2;ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον Il.4.81
;γυναικῶν τῶν ἄλλων μία E.Med. 945
;μόνη τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν Pl.Chrm. 166e
; with [comp] Comp., freq. in Hom.,οὔτις σεῖο νεώτερος ἄ. Ἀχαιῶν Il.15.569
, cf. 22.106, al.; with [comp] Sup.,ὀϊζυρώτατος ἄλλων Od. 5.105
.2 in this sense, c. gen., ἄλλα τῶν δικαίων other than just, X.Mem.4.4.25:—followed by ἤ .., with preceding neg., οὐδὲ ἄλλο.., οὐδὲν ἄλλο (or ἄλλο οὐδέν) .., ἤ .. nothing else than.., Hdt.1.49, 7.168, Th.4.14;οὐδὲν ἄλλο γ' ἤπτήξας A.Pers. 209
; ἃ μηδὲν ἄλλο ἢ διανεῖταί τις which one only thinks, Pl. Tht. 195e:—more freq. in questions, τίς ἄλλος ἢ 'γώ .. ; A.Pr. 440; τί δ' ἄλλογ' ἢπόνοι .. ; Id.Th. 852: ellipt., τί ἄλλο (sc. πάσχω ) ἢ ἱπποκένταυρος γίγνομαι; X.Cyr.4.3.20; τί ἄλλο (sc. ἐποίησαν) ἢ ἐπεβούλευσαν; Th.3.39:—followed by πλήν, S.Aj. 125, Ar.Ach.39; by Preps., πρό ..Hdt.3.85; ἀντί .. A.Pr. 467; παρά .. Pl.Phd. 80b, etc.: with neg., sts. followed by ἀλλά, Il.18.403, 21.275:—see also ἄλλο τι.3 other than what is, untrue, unreal, Od.4.348.4 other than right, wrong, bad, ἄλλου τινος ἡττῆσθαι yield to some unworthy motive, D. 21.218, cf. Plu.2.187d, etc.; cf. ἄλλως.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… … Dictionary of Greek